αναρροια

αναρροια
    ἀνάρροια
    ἀνά-ρροια
    ἥ отлив Arst., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αναρροια" в других словарях:

  • ἀναρροίᾳ — ἀναρροίᾱͅ , ἀνάρροια back flow fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάρροια — η (Α ἀνάρροια) [αναρρέω] κίνηση υγρού προς τα πίσω αρχ. 1. άμπωτη 2. ανάκλαση του φωτός …   Dictionary of Greek

  • ἀναρροίας — ἀναρροίᾱς , ἀνάρροια back flow fem acc pl ἀναρροίᾱς , ἀνάρροια back flow fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάρροιαι — ἀνάρροια back flow fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάρροιαν — ἀνάρροια back flow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»